Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

ΞΕΡΕΙΣ


Τα αυτοκίνητα έφτασαν ταυτόχρονα. Έσβησε τα φώτα και περίμενε. Κοίταξε στο καθρεφτάκι και την είδε να βγαίνει. Αερικό. Οπτασία. Ναι μ αυτό τον τρόπο η φαντασία τιμωρεί τους ανθρώπους. Γίνεται για λίγο μια πραγματικότητα και σε πλησιάζει. Και πρέπει να αποφασίσεις γρήγορα. Να αποφασίσεις σωστά. Να αποφασίσεις. Πού έμπλεκε πάλι παναθεμά τον;
Την είχε δει για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση πριν από δύο χρόνια, περιτριγυρισμένη από άντρες που ήθελαν να την αγαπήσουν και γυναίκες που την μισούσαν ήδη. "Υπάρχουν λοιπόν τόσο όμορφες γυναίκες" είχε σκεφτεί. Αυτό, μόνο αυτό.
Τώρα η μοίρα έδειχνε να αποφασίζει κι άλλα. Γύρναγε από μια κηδεία. Νεκρός κι ο ίδιος για λόγους που δεν φανταζόταν. Ήθελε μόνο να πιεί και να τρέξει με το αυτοκίνητο. Ως το πρωί. Ως το πουθενά. Χτύπησε το τηλέφωνο και το απάντησε χωρίς κουράγιο. "Πού είσαι γαιδούρι, ούτε ένα τηλέφωνο δεν με έχεις πάρει. Έλα τώρα απ τη Φιλοθέη για καφέ. Θα έρθει και μια φίλη μου". Αποφάσισε να μετρηθεί με τις ανόητες σκέψεις του αργότερα. Σε τελευταία ανάλυση χρειαζόταν ένα καφέ. Είχε καιρό να μιλήσει με μια φίλη. Πήγε. Γέλασε, διγήθηκε πράγματα θυμωμένος, υποσχέθηκε άλλα. Και ξαφνικά σώπασε. Όπως και ο κόσμος γύρω του. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Μια σιωπή που ξέρεις πως είναι λάθος αλλά την έχεις ανάγκη. Για να θαυμάσεις απρόσκοπτα, μόνο να θαυμάσεις. Η ομορφιά περνούσε δίπλα απ όλους για να φτάσει ως αυτόν. Χτυπούσε σε καρέκλες,βλέματα, επιφωνήματα, για να φτάσει ως αυτόν. Έβγαλε τον μπερέ που της συγκρατούσε τα μαλλιά, τα τίναξε σαν να βγαινε μόλις απ τη θάλασσα και του άπλωσε το χέρι
"Γειά σου, χαίρομαι που έχουμε την ίδια φίλη. Νομίζω πως έχουμε συναντηθεί δύο τρεις φορές. Μία στη δουλειά σου, μία στη δική μου και μία στο σούπερ μάρκετ"
Άπλωσε το χέρι και προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει. Σκέφτηκε να τη ρωτήσει, πότε, πού, αλλά μετάνοιωσε. Της πέταξε μόνο αυτό που της χρώσταγε από χρόνια "υπάρχουν λοιπόν τόσο όμορφες γυναίκες!"
Όσα ακολούθησαν δεν είχαν να κάνουν με την ομορφιά της αλλά με ένα περίεργο πράγμα που μοιάζει μεταφυσικό αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από το πραγματικό μέτρημα των ζωών και των ανθρώπων.
Κάθισαν επί ώρες πίνοντας και κουβεντάζοντας. Γέλαγε σαν να αγκάλιαζε όλο τον κόσμο. Κι ύστερα σηκώθηκε τον φίλησε και έφυγε. Όπως ήρθε. Πάνω στο χαλί της σιωπής που δημιουργούσε το πέρασμά της. Μέσα στον θαυμασμό που δεν τολμά να γίνει πόθος μην και προσβάλει την ομορφιά.
Έφυγε αλλά ήξερε. Και οι δύο ήξεραν
Της έστειλε ένα αθώο μήνυμα την άλλη μέρα. Τα μηνύματα έγιναν πολλά ως το βράδυ. Τα μεσάνυχτα πήρε το μήνυμα που έμοιαζε με απειλή "πρέπει να σε δώ για πέντε λεπτά. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο για πέντε λεπτά μόνο".
Χάθηκε απ το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου και βρέθηκε πλάιτου. Άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα του. Γελούσε αλλά τα μάτια της ήταν υγρά. Της γέλασε και τη ρώτησε "να περιμένω ανακοίνωση;"
"Το ότι δεν μασάς τα λόγια σου είναι ένα είδος εξουσίας σου στις γυναίκες; Αυτό που δεν μπορούν να αντέξουν και υποτάσσονται;"
Γέλασε πάλι αλλά αμήχανα. "Λοιπόν τι θα μου πεις;"
Τον πλησίασε πολύ κοντά. Μύριζε όλα τα αρώματα που έβγαζε το κορμί της. Όχι το άρωμά της. Ο πόθος και ο φόβος της. Τα φρεσκολουσμένα μαλλιά και το κλάμα της : "δεν θέλω να σου ανακοινώσω τίποτα. Θέλω να σε ρωτήσω τι συμβαίνει. Σε γνώρισα πρις από 30 ώρες, είναι σαν να ξέρω πάντα αλλά δεν ξέρω τίποτα. Τι συμβαίνει"
"Νομίζεις πως η ερμηνεία θα σε βοηθήσει; Γιατί την έχεις"
"Όχι θέλω να με βοηθήσεις εσύ. Είμαι στην πιο ισορροπημένη φάση της ζωής μου, είμαι καλά, έχω πάρει αποφάσεις για τη ζωή μου που νομίζω ότι είναι σωστές και ξαφνικά εμφανίζεσαι απ το πουθενά και τα ανατρέπεις όλα. Φοβάμαι καταλαβαίνεις; Είσαι άγνωστος, το ίδιο και εγώ για σένα. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί νοιώθω τόσο χάλια ξαφνικά ενώ είμαι καλά;"
"Αν ήσουν καλά θα ήσουν αλλού, όχι μαζί μου"
"Θέλω να φύγεις, δεν θα αντέξω να πάρω άλλες αποφάσεις, άλλη ανατροπή. Και εσύ είσαι μόνο αυτό. Φύγε γιατί θα είναι αργά"
Το "καληνύχτα" ακούστηκε πάνω στο κλείσιμο της πόρτας. Γεμάτο θόρυβο, θυμό και δικαιολογίες που δεν εκστομίστηκαν καν.
Έφυγαν και οι δυο μέσα στο θόρυβο από τους κινητήρες που αγκομαχούσαν. Άνοιξε δυνατά τον Λέοναρντ Κοέν στο CD. Αρνιόταν να επεξεργαστεί λογικά ότι είχε γίνει. Ή η ζωή είναι όμορφη και οι γυναίκες τρελές ή το ανάποδο. Πάτησε το γκάζι για να τρέξει η αδρεναλίνη. Το καλύτερο φάρμακο. Το φως του τηλεφώνου άναψε. Μήνυμα. Το άνοιξε βιαστικά. Μια λέξη. "Ξέρεις..."
Πάτησε πάλι το γκάζι. Ο Κοέν άφηνε τη βραχνάδα του. Η μηχανή τη δική της. "Ξέρω" μονολόγησε. Το μεγαλύτερο λάθος του...