Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009
Πικρία
Τρίτη 14 Ιουλίου 2009
Δίκοπη ζωή
Σάββατο 13 Ιουνίου 2009
ΘΑ ΜΕ ΔΙΚΑΣΕΙ...
Σάββατο 2 Μαΐου 2009
Mal du depart II
Σάββατο 18 Απριλίου 2009
ΚΛΕΦΤΗΣ
Τρίτη 24 Μαρτίου 2009
Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009
Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009
Mal du depart
Θέλω να είμαι ο εγωισμός σου
Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009
ΑΦΙΕΡΩΣΗ...
Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Τάσος Λειβαδίτης
εδώ λοιπόν ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
* Στον φίλο Αλέξανδρο που ρώτησε τι σημαίνει:
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009
BUENA VISTA
Ο Ορλάντο "Κασαίτο" Λόπεζ, άφησε για πάντα το μπάσο. Επαγγελματίας του ερασιτεχνισμού,και γι αυτό μουσικός από έρωτα, έφυγε μετά τον Ιμπραχήμ Φερέρ και τον Κομπάι Σεκούντο. Δεν ξέρω για άλλους τι σημαίνουν οι Buena Vista Social Club. Φαντάζομαι. Τόσο, που μπορώ να το χορέψω. Για μένα; Για μένα σημαίνουν πολλά. Νοσταλγία από έρωτα και επανάσταση, λογαριασμούς και με τα δύο. Με τη μνήμη δεν λογαριάζεσαι. Εύχεσαι μόνο να αντέχεις.Στη Μαλεκόν, ο Ατλαντικός μαστιγώνει όσους έχουν το θράσσος και τον έρωτα να πλησιάσουν. Οι μουλάτες ιδρωμένες μυρίζουν πιπέρια και κρυφές ηδονές. Ο κομαντάτε Τσε αγναντεύει το μέλλον που θα τον κάνει κι άλλα εφηβικά όνειρα και μπλουζάκια. Κάπου αγκομαχά μια μηχανή που προσπαθεί να βγάλει χυμό από ζαχαροκάλαμο. Η αλμύρα μοιάζει με υπόσχεση δροσιάς αλλά είναι κατάρα. Μια ακόμη φωτογραφία στο σκαμπώ που καθότα ο Χέμινγουει. Και ένα πούρο ακόμη. Τα κορμιά μουσκεύουν μα ίσως να είναι ρούμι. Το National , το ξενοδοχείο της Επανάστασης διατηρητέο.Oπως η Επανάσταση. Τα χρώματα, ο ήχος του γυαλιού στα ποτήρια που τσουγκρίζουν, το πλήθος. Το πλήθος που ανοίγει αφήνοντας έναν τραγουδιστό ψίθυρο. "Ο Κομπάι, ο Κομπάι". Ο Κομπάι με το λινό μπεζ κουστούμι, το Montecristo νούμερο 4,και το σάστισμα για το πώς έγινε τόσο γνωστός. Ο Κομπάι που χτυπάει το κουταλάκι του καφέ μετατρέποντάς το σε μουσικό όργανο. Ο Κομπάι που διψάει και πίνει ron, ρούμι. Και μετά τραγουδάει το Chan Chan.
Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009
ΑΘΩΟΤΗΣ...ΜΗΔΕΝ
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009
ΥΠΑΡΧΩ
Υπάρχω από έρωτα. Πώς άλλως θα υπήρχα.Λείπω αλλά είμαι μαζί σας
Υ.Γ Συγνώμη που δεν μπορώ να απαντήσω. Σας αφήνω τον πολύ αγαπημένο Ζακ Μπρελ
Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008
DONNA FUGATA
Κύλησε πάνω της ζεστό. Ανατρίχιασε. Στο στήθος, στο λαιμό,στα χέρια. Κύταρρα που ξύπνησαν. Δικά της, ξεχασμένα. Γλυκιά αίσθηση. Έκλεισε τα μάτια και τράβηξε τις παλάμες πάνω στα βρεγμένα μαλλιά της. Τα ένοιωθε να μουσκεύουν και να κολάνε στους ώμους της σαν χέρια. Σαν χέρια που έλειπαν. Σαν χέρια που υπήρξαν. Σαν...
Νερό. Καυτό.Λυτρωτικό. Καιρό τώρα,αυτές ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της. Κάτω απ το καυτό νερό που έτρεχε. Αφηνόταν. Σε αυτή την ηδονική αίσθηση που δεν απαιτούσε ανταλλάγματα. Ξεπηδούσε από μέσα της όπως ακριβώς το ζεστό νερό απ το ντους. Την τύλιγε. Στην αρχή σαν ανατριχίλα και μετά σαν νοσταλγία και πληρότητα μαζί. Αφηνόταν. Οι μοναδικές ευτυχισμένες στιγμές της μέρας. Δεν σκεφτόταν. Δεν ήθελε. Είχε, μόνο είχε.
Το μυαλό της επιτέλους σταματούσε. Δεν βασανιζόταν. Όχι δεν ήταν απόλαυση. Ήταν μερικά λεπτά στα οποία μπορούσε να κυριαρχήσει. Δεν ήταν καν συναίσθημα. Ήταν συμφιλίωση. Συμφιλιωνόταν με τα μέσα της, τα λίγα λεπτά που δεν χρειαζόταν να τα αντιμετωπίσει. Που δεν υπήρχαν γιατί. Κάτω απ το νερό που έτρεχε.
Έκλεισε τα μάτια. Μικρά ρυάκια έτρεχαν ανάμεσα στα στήθια της. Θεέ μου να μην τελειώσει ποτέ. Ας ήταν να μείνει εκεί. Όλη τη μέρα. Όλη της τη ζωή. Με το νερό να τρέχει πάνω της. Πώς έγιναν έτσι τα πράγματα; Γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα; Το νερό κυλούσε απ το μέτωπο στα μάγουλά της. Ήταν νερό ή δάκρια;Τι σημασία είχε. Κάθε μέρα έκλαιγε. Κάτω απ το ντους, κάθε πρωί, το ζεστό νερό ήταν τα δάκρυα της ζωής. Το άφηνε να κυλήσει πάνω της.
Πώς έγιναν έτσι τα πράγματα; Απέφευγε να αναρωτηθεί πώς τα έκανε έτσι. Κάποια στιγμή είχε πει πως θα πληρώσει το τίμημα όποιο και αν είναι. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι σημαίνει αυτό. Πως η ζωή δεν έχει ταμείο. Ούτε μέρες πληρωμών. Και πλήρωνε κάθε μέρα. Μέχρι πότε; Γιατί να μην μπορεί να γυρίσει ένα κουμπί για να ξαναγίνουν όλα όπως πριν; Γιατί;
Το νερό κυλούσε; Ποιό νερό; Η λύτρωση μέσα της. Για λίγα λεπτά της μέρας. Πριν η θλίψη ντυθεί χαμόγελα. Ανατρίχιαζε. Παντού. Χανόταν. Δεν ήταν νερό. Ήταν τα χέρια του. Παντού. Μετρούσαν τα κύταρρα που είχαν ανατριχιάσει. Ήταν το βλέμα του που έμπαινε μέσα της. Δεν τολμούσε να ανοίξει τα μάτια. Θα τον έχανε. Προτιμούσε να τον νοιώθει. Να υποθέτει πως γελά, πως δαγκώνει τα χείλια του. Πως σκύβει πάνω από το λαιμό της και είναι η ανάσα του πιο ζεστή απ το νερό.
Σήκωσε το κεφάλι της σαν να περίμενε να της φιλήσει το λαιμό. Ήταν κάπου εκεί. Το ένοιωθε. Ήταν το νερό το ίδιο που την αγκάλιαζε. Θεέ μου, είχε μερικά λεπτά ακόμη. Χωρίς γιατί. Χωρίς πρέπει. Δεν ήταν μόνη. Δεν είχε υπόσταση. Ήταν και η ίδια νερό. Καθαρό. Και αυτός νερό ήταν. Και την αγκάλιαζε. Κι ύστερα ξεμάκραινε και την έβλεπε από μακριά.
Πόσο της άρεσε να την βλέπει από μακριά! Και ύστερα να τον νοιώθει να πλησιάζει. Πατώντας στο βρεγμένο πάτωμα. Αργά. Βασανιστικά. Για να την αγκαλιάσει. Άκουγε τα βήματά του. Πόσο ήθελε να ανοίξει τα μάτια και να τον δει. Ήταν σίγουρη πως θα τον δει. Όχι ήταν σίγουρη πως αν άνοιγε τα μάτια θα τον έχανε. Έχει τρελαθεί Θεέ μου. Τον άκουγε, τον ένοιωθε. Ήταν εκεί. Ήταν παντού γαμώτο.
Σήκωσε την παλάμη και την τράβηξε πάνω στα μάτια της. Θα τα ανοίξει και ας χαθεί. Τα κράτησε για λίγο ακόμη κλειστά. Έχει τρελαθεί. Η ανάσα του, κάπου εκεί είναι το σώμα του.
Στα μάτια της είχε σταγόνες ακόμη. Ήταν θολά αλλά έβλεπε τη φιγούρα του. Ναι τον έβλεπε. Ετοιμάστηκε να φωνάξει. Άνοιξε το στόμα της. Ήταν εκεί. Θα τελείωνε ο εφιάλτης. Πώς; Ανατρίχιασε. Το στήθος της γέμισε αέρα. Η φωνή της δεν μπορούσε να βγει. Τι γινόταν; Και ξαφνικά κατέρευσε.
"Έλα ρε μαμά τελείωνε θα αργήσεις για τη δουλειά"
Άπλωσε το χέρι της ως τη βρύση
"Εντάξει κορίτσι μου βγαίνω"
Σημείωση Donna Fugata σημαίνει "χαμένη γυναίκα" . Έτσι ονόμασε τα κρασιά της μια οικογένεια Σικελών οινοποιών. Το κρασί Ανθήλια της οικογένειας είναι αγαπημένο κρασί το οποίο ευθύνεται για τη γέννηση αυτής της ιστορίας
Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008
ΞΕΡΕΙΣ
Τα αυτοκίνητα έφτασαν ταυτόχρονα. Έσβησε τα φώτα και περίμενε. Κοίταξε στο καθρεφτάκι και την είδε να βγαίνει. Αερικό. Οπτασία. Ναι μ αυτό τον τρόπο η φαντασία τιμωρεί τους ανθρώπους. Γίνεται για λίγο μια πραγματικότητα και σε πλησιάζει. Και πρέπει να αποφασίσεις γρήγορα. Να αποφασίσεις σωστά. Να αποφασίσεις. Πού έμπλεκε πάλι παναθεμά τον;
Την είχε δει για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση πριν από δύο χρόνια, περιτριγυρισμένη από άντρες που ήθελαν να την αγαπήσουν και γυναίκες που την μισούσαν ήδη. "Υπάρχουν λοιπόν τόσο όμορφες γυναίκες" είχε σκεφτεί. Αυτό, μόνο αυτό.
Τώρα η μοίρα έδειχνε να αποφασίζει κι άλλα. Γύρναγε από μια κηδεία. Νεκρός κι ο ίδιος για λόγους που δεν φανταζόταν. Ήθελε μόνο να πιεί και να τρέξει με το αυτοκίνητο. Ως το πρωί. Ως το πουθενά. Χτύπησε το τηλέφωνο και το απάντησε χωρίς κουράγιο. "Πού είσαι γαιδούρι, ούτε ένα τηλέφωνο δεν με έχεις πάρει. Έλα τώρα απ τη Φιλοθέη για καφέ. Θα έρθει και μια φίλη μου". Αποφάσισε να μετρηθεί με τις ανόητες σκέψεις του αργότερα. Σε τελευταία ανάλυση χρειαζόταν ένα καφέ. Είχε καιρό να μιλήσει με μια φίλη. Πήγε. Γέλασε, διγήθηκε πράγματα θυμωμένος, υποσχέθηκε άλλα. Και ξαφνικά σώπασε. Όπως και ο κόσμος γύρω του. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Μια σιωπή που ξέρεις πως είναι λάθος αλλά την έχεις ανάγκη. Για να θαυμάσεις απρόσκοπτα, μόνο να θαυμάσεις. Η ομορφιά περνούσε δίπλα απ όλους για να φτάσει ως αυτόν. Χτυπούσε σε καρέκλες,βλέματα, επιφωνήματα, για να φτάσει ως αυτόν. Έβγαλε τον μπερέ που της συγκρατούσε τα μαλλιά, τα τίναξε σαν να βγαινε μόλις απ τη θάλασσα και του άπλωσε το χέρι
"Γειά σου, χαίρομαι που έχουμε την ίδια φίλη. Νομίζω πως έχουμε συναντηθεί δύο τρεις φορές. Μία στη δουλειά σου, μία στη δική μου και μία στο σούπερ μάρκετ"
Άπλωσε το χέρι και προσπάθησε να καταλάβει τι συμβαίνει. Σκέφτηκε να τη ρωτήσει, πότε, πού, αλλά μετάνοιωσε. Της πέταξε μόνο αυτό που της χρώσταγε από χρόνια "υπάρχουν λοιπόν τόσο όμορφες γυναίκες!"
Όσα ακολούθησαν δεν είχαν να κάνουν με την ομορφιά της αλλά με ένα περίεργο πράγμα που μοιάζει μεταφυσικό αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από το πραγματικό μέτρημα των ζωών και των ανθρώπων.
Κάθισαν επί ώρες πίνοντας και κουβεντάζοντας. Γέλαγε σαν να αγκάλιαζε όλο τον κόσμο. Κι ύστερα σηκώθηκε τον φίλησε και έφυγε. Όπως ήρθε. Πάνω στο χαλί της σιωπής που δημιουργούσε το πέρασμά της. Μέσα στον θαυμασμό που δεν τολμά να γίνει πόθος μην και προσβάλει την ομορφιά.
Έφυγε αλλά ήξερε. Και οι δύο ήξεραν
Της έστειλε ένα αθώο μήνυμα την άλλη μέρα. Τα μηνύματα έγιναν πολλά ως το βράδυ. Τα μεσάνυχτα πήρε το μήνυμα που έμοιαζε με απειλή "πρέπει να σε δώ για πέντε λεπτά. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο για πέντε λεπτά μόνο".
Χάθηκε απ το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου και βρέθηκε πλάιτου. Άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα του. Γελούσε αλλά τα μάτια της ήταν υγρά. Της γέλασε και τη ρώτησε "να περιμένω ανακοίνωση;"
"Το ότι δεν μασάς τα λόγια σου είναι ένα είδος εξουσίας σου στις γυναίκες; Αυτό που δεν μπορούν να αντέξουν και υποτάσσονται;"
Γέλασε πάλι αλλά αμήχανα. "Λοιπόν τι θα μου πεις;"
Τον πλησίασε πολύ κοντά. Μύριζε όλα τα αρώματα που έβγαζε το κορμί της. Όχι το άρωμά της. Ο πόθος και ο φόβος της. Τα φρεσκολουσμένα μαλλιά και το κλάμα της : "δεν θέλω να σου ανακοινώσω τίποτα. Θέλω να σε ρωτήσω τι συμβαίνει. Σε γνώρισα πρις από 30 ώρες, είναι σαν να ξέρω πάντα αλλά δεν ξέρω τίποτα. Τι συμβαίνει"
"Νομίζεις πως η ερμηνεία θα σε βοηθήσει; Γιατί την έχεις"
"Όχι θέλω να με βοηθήσεις εσύ. Είμαι στην πιο ισορροπημένη φάση της ζωής μου, είμαι καλά, έχω πάρει αποφάσεις για τη ζωή μου που νομίζω ότι είναι σωστές και ξαφνικά εμφανίζεσαι απ το πουθενά και τα ανατρέπεις όλα. Φοβάμαι καταλαβαίνεις; Είσαι άγνωστος, το ίδιο και εγώ για σένα. Γιατί γίνεται αυτό; Γιατί νοιώθω τόσο χάλια ξαφνικά ενώ είμαι καλά;"
"Αν ήσουν καλά θα ήσουν αλλού, όχι μαζί μου"
"Θέλω να φύγεις, δεν θα αντέξω να πάρω άλλες αποφάσεις, άλλη ανατροπή. Και εσύ είσαι μόνο αυτό. Φύγε γιατί θα είναι αργά"
Το "καληνύχτα" ακούστηκε πάνω στο κλείσιμο της πόρτας. Γεμάτο θόρυβο, θυμό και δικαιολογίες που δεν εκστομίστηκαν καν.
Έφυγαν και οι δυο μέσα στο θόρυβο από τους κινητήρες που αγκομαχούσαν. Άνοιξε δυνατά τον Λέοναρντ Κοέν στο CD. Αρνιόταν να επεξεργαστεί λογικά ότι είχε γίνει. Ή η ζωή είναι όμορφη και οι γυναίκες τρελές ή το ανάποδο. Πάτησε το γκάζι για να τρέξει η αδρεναλίνη. Το καλύτερο φάρμακο. Το φως του τηλεφώνου άναψε. Μήνυμα. Το άνοιξε βιαστικά. Μια λέξη. "Ξέρεις..."
Πάτησε πάλι το γκάζι. Ο Κοέν άφηνε τη βραχνάδα του. Η μηχανή τη δική της. "Ξέρω" μονολόγησε. Το μεγαλύτερο λάθος του...
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΖΩ
Τα δικά μου τα χρόνια
Έρωτες και λαμπιόνια
Κι όταν κλείνει η αυλαία
Μια γυναίκα μοιραία
Όλα γύρω μου πρόζα
Κι εγώ παίρνω την πόζα
Η ζωή θεατρίνα
Φωτισμένη βιτρίνα
Πού ειν η φλόγα ν ανάψω;
Με τα χάδια να κάψω;
Όποιος ξέρει αγαπάει
Στο χαμό του κι ας πάει
Δεν είμαι εγώ, τα μάτια κλείσε
Δεν είμαι εγώ, είμαι ότι είσαι
Ρίξε τα φώτα, όλα σαν πρώτα
Δικά μου χρόνια, φώτα λαμπιόνια
Η δικιά μου πορεία
Μια παλιά απορία
Σα μοιραίο ερώτημα
Θα ακουστεί χειροκρότημα;
Έλα χόρεψε τώρα
Πάντα είναι η ώρα
Στα τακούνια μου πάνω
Τα όνειρά μου τα φτάνω
Έλα δως μου τσιγάρο
Μία φλόγα να πάρω
Και στους τίτλους του τέλους
Σ αγαπώ επιτέλους
Δεν είμαι εγώ, τα μάτια κλείσε
Δεν είμαι εγώ, είμαι ότι είσαι
Ρίξε τα φώτα, όλα σαν πρώτα
Δικά μου χρόνια, φώτα λαμπιόνια
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ...
Κάθισε σταυροπόδι στο κρεβάτι κι έγειρε λίγο μπροστά. Λίγο. Ίσα για να μπορέσω να μυρίσω τι μυρωδιά έχει ο ιδρωμένος έρωτας που ξεπετάγεται όχι απ τα κορμιά αλλά απ τις ζωές.
"Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό,
στάλα τη στάλα συναγμένο απ το κορμί σου,
σε τάσι αρχαίο μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν"
Η Φάτα Μοργκάνα στο cd . Όχι. Η Φάτα Μοργκάνα δίπλα μου. Γελούσε από ευτυχία. Τι μυρωδιά που έχει ο έρωτας όταν βγαίνει από την ευτυχία!
"Θα μ αγαπάς για πάντα;"
"Τι θα πει για πάντα;"
"Να μη χρειαστεί ποτέ να πεις κάποτε"
Τι μυρωδια που έχει ο έρωτας όταν δίνει υποσχέσεις! Τράβηξε το σεντόνι ως τα στήθια της. Το έσφιξε πάνω της σταυρώνοντας τα χέρια και γέλασε. Όχι. Δεν γέλασε. Μ άνοιξε ένα δρόμο για να περάσω από εκεί που δεν είχα περάσει ποτέ. Ο έρωτας. Σαν παιδικά χρόνια. Σαν ώριμες αποφάσεις. Σαν γέλιο. Σαν το γέλιο της.
"Σε ζηλεύω που γράφεις τόσο όμορφα. Θα θελα και εγώ..." Σούφρωσε τα χείλια της σαν να ξεστόμισε την πιο μεγάλη ζαβολιά της. Τι όμορφη που είναι!
"Λοιπόν θα σου πω το πιο συγκλονιστικό πράγμα που έχω διαβάσει". Σήκωσε το χέρι της , κι άπλωσε την παλάμη της. Όχι δεν σήκωσε το χέρι της. Το έστειλε να χορέψει μπροστά μου.
"Το πιο συγκλονιστικό κείμενο, ήταν ενός συγγραφέα, που περιέγραφε πώς κουνιέται ένα σκουλήκι πάνω στην παλάμη. Μοιάζει αηδιαστικό αλλά ήταν τόσο πραγματικό που το ξεπερνούσε. Το ένοιωθες να κουνιέται στην παλάμη σου..."
Ανατρίχιασε. Ήξερε πως μ άρεσε όταν ανατρίχιαζε. Τι όμορφος που είναι ο έρωτας όταν ανατριχιάζει! Σηκώθηκε και έκλεισε το παράθυρο. Σηκωνόταν χρόνια μετά για να κλείσει το παράθυρο. Μετά εγώ έκλεισα μια πόρτα. Κάποτε...
Η περιγραφή της αυτή για το σκουλήκι χρόνια τώρα με στοιχειώνει. Έλεγα πως κάποια μέρα θα περιγράψω εγώ πώς είναι να κουνιέται ένα σκουλήκι πάνω στην παλάμη, καλύτερα από οποιονδήποτε το έχει κάνει. Της το είχα υποσχεθεί. Σήμερα αποφάσισα να το κάνω. Ναι θα το κάνω. Καλύτερα απ τον καθένα. Πάμε λοιπόν.
"Το σκουλήκι...Το σκουλήκι..."
Δεν μπορώ γαμώτο. Δεν μπορώ να περιγράψω το σκουλήκι. Το σκουλήκι που την τρώει μέσα της. Δεν...
Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008
ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Δεν συμμετέχω σε μπλογκοπαίχνιδα. Αλλά αυτή τη φορά με κάλεσε η Ανασαιμιά .
Υποψιάστηκε όπως έγραψε, πως σε αυτό θα δεχθώ να μπω. Και είχε δίκιο. Το παιχνίδι λέγεται "παιχνίδι συγκίνησης από οποιοδήποτε λόγο". Πρέπει να αναρτήσεις ένα κείμενο,βίντεο, στίχο, τραγούδι που σου προκαλεί συγκίνηση, χωρίς απαραίτητα να εξηγήσεις το λόγο. Διάλεξα ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ADDRESS πριν από καιρό. Είναι το κείμενο ενός πολεμικού ανταποκριτή στη Βαγδάτη. Είναι ο δικός του πόλεμος. Αυτοί οι πόλεμοι συνήθως δεν φτάνουν στο γυαλί...
ΝΥΧΤΑ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τα νεύρα μας είναι σπασμένα. Να αρχίσει γαμώτο να τελειώνουμε. Να τρέξει η αδρεναλίνη να μας λυτρώσει. Να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας με το φόβο και να αρχίσουμε κάτι να κάνουμε. Αυτή η αναμονή είναι θάνατος. Ο Αλέξης έχει ανοίξει ένα μπουκάλι με ουίσκι , ρουφάει μια γουλιά και δοκιμάζει τη γεννήτρια. Αρχίζω να σηκώνω τις ντάνες με τα μπουκάλια του νερού για να βγάλω το κρυμμένο δορυφορικό τηλέφωνο. Πρέπει να πάρω Ελλάδα, πρέπει να πάρω οπωσδήποτε. Πρέπει. Μια γουλιά ουίσκι. Η Βαγδάτη από κάτω όμορφη. Πολύ όμορφη. Πότε θα ξεκινήσει γαμώτο; Πότε; Θα πεθάνουμε αφημένοι στα νύχια της αναμονής. Ο Αλέξης στήνει προσεκτικά το πιάτο του δορυφορικού να μην μας δουν από κάτω. Πιάσαμε δορυφόρο; Πιάσαμε. Γιατί δεν πιάνει Ελλάδα. Είναι 19 Μαρτίου πανάθεμά με. Πρέπει να πάρω Ελλάδα. Γιατί δεν πιάνει; Να δεις που θα βομβαρδίσουν σήμερα.
Κλείνω τα μάτια και υπόσχομαι στον εαυτό μου πως όταν τα ξανανοίξω, θα δω στο καντράν του τηλεφώνου το σήμα της ανοιχτής γραμμής. Τα ανοίγω. Ναι πιάνει. Ή όχι; «Ναι; Μ ακούς παιδί μου; Μ ακούς αγόρι μου;». Τα γαμημένα τα σήματα και οι δορυφόροι. Τρία δεύτερα καθυστέρηση. Ακούω τη φωνή του ή μου φαίνεται γαμώτο..
« Σ ακούω μπαμπά, είσαι καλά;»
«Ναι αγόρι μου είμαι καλά, δεν παθαίνω τίποτα μη φοβάσαι. 19 Μαρτίου σήμερα, σε πήρα για να σου πω χρόνια πολλά για τα γενέθλιά σου. Συγνώμη που δεν είμαι εκεί. Ξέρεις, είσαι μεγάλος πια»
«Ξέρω ρε μπαμπά. Να προσέχεις»
«Δεν ξέρω πότε θα τα ξαναπούμε»
Ο Αλέξης δοκιμάζει τη γεννήτρια. Εγώ τις αντοχές μου. Ο πόλεμος έχει αρχίσει. Μέσα μου. Η Βαγδάτη είναι όμορφη. Για πόσο;
«Αλέξη τα τηλέφωνα δεν πιάνουν θα έχουμε επίθεση. Πιάσε γραμμή με Ελλάδα με το κανάλι και κράτα τη ανοιχτή»
Η Βαγδάτη είναι όμορφη. Και η ζωή . Και αυτή η λάμψη. Τεράστια. Καταπίνει και προχωρά. Το ξενοδοχείο τρέμει. Μπορεί και να φλέγεται. Μπορεί και να έχουμε πεθάνει και να μην το ξέρουμε. Πεθάναμε γαμώτο ή όχι; «Ζεις ρε;» «Ζω». «Ζούμε». «Ακούει η Ελλάδα;» «Ακούει».
Ο πόλεμος ξεκίνησε .............................................................................................................................................................................
Καλώ στο παιχνίδι τους Κούκο, Λου Αμάλθεια
Νατασάκι
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008
ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΠΩΣ ΟΛΑ ΗΤΑΝ ΛΑΘΟΣ
Άλλαξε πάλι ο καιρός, μπορεί να βρέξει
ίσως γι αυτό να με πονάνε οι πληγές
παλιά σημάδια της αγάπης πριν να φέξει
μ αυτό το "φεύγω" και μαχαίρια τις ματιές.
Δύο παλιές φωτογραφίες στο συρτάρι
κι ένα κραγιόν σου ξεχασμένο στη γωνιά
όλα τα άλλα, μαζί σου τα έχεις πάρει
ρούχα,τραγούδια και έναν έρωτα φονιά.
Μην πεις ποτέ πως όλα ήταν ένα λάθος
είναι οι άνθρωποι το ίδιο τους το πάθος
μην με ρωτάς ποιός είναι τυχερός
αυτός που χάνεται δεν είναι κανενός.
Ξέρω τη θλίψη που μέσα της γυρνάς
όλα εκείνα που ποτέ δεν θα σου φτάνουν
δεν φεύγει ο πόνος, μοναχά σαν του γελάς
όποιοι γελάνε την ψυχή τους, πάντα χάνουν.
Μην πεις ποτέ πως όλα ήταν ένα λάθος
είναι οι άνθρωποι το ίδιο τους το πάθος
μην με ρωτάς τι έζησα, θυμήσου
είναι όλα δρόμος που περπατησα μαζί σου.
.........................................................................................................................................................................
Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008
ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΛΟΙΠΟΝ
Στις 20 Ιουλίου του 1969, ο Νηλ Αρμστρονγκ, ο πρώτος αστροναύτης που πάτησε στη σελήνη, ακούστηκε να λέει από τον ασύρματο της ΝΑΣΑ το ιστορικό: "είναι ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο αλλά ένα μεγάλο για την ανθρωπότητα." Λίγο αργότερα, πολλοί επιμένουν, πως είπε μια ακόμη ιστορική αλλά περίεργη φράση : GOOD LUCK, MR.GORSKY. "Καλή τύχη κύριε Γκόρσκι"
Πίστεψαν πως πρόκειται για μια ευχή προς κάποιον σοβιετικό κοσμοναύτη. Οι υπηρεσίες ασφάλειας της ΝΑΣΑ, άρχισαν να ψάχνουν τους καταλόγους τους, αλλά τέτοιο όνομα κοσμοναύτη δεν υπήρχε. Ο Άρμστρονγκ μετά την επιστροφή του στη γη, αρνήθηκε πεισματικά να πει τι εννοούσε. Εικοσιέξι χρόνια μετά, το 1995, σε μια συνέντευξη τύπου στη Φλόριντα, ο Άρμστρονγκ έλυσε το γρίφο
Όταν ήταν μικρός πήγε στην αυλή του γείτονά του, του κυρίου Γκόρσκι, να ψάξει μια μπάλα του μπέηζμπωλ που είχε χάσει. Φτάνοντας κοντά στο παράθυρο άκουσε την κυρία Γκόρσκι να λέει στον άντρα της "τι θες, στοματικό έρωτα; Αποκλείεται. Μόνο αν ο γιος του γείτονα πάει στο φεγγάρι"
Όταν ο γιος του γείτονα ,Νηλ Άρμστρονγκ, έκανε το αδιανόητο, πάτησε στο φεγγάρι, εκτός από το χρέος προς την ανθρωπότητα, θυμήθηκε και το χρέος στον κύριο Γκόρσκι.
Η ιστορία αυτή ίσως να μην είναι αληθινή. Ίσως είναι ένας urban myth. Ένας αστικός μύθος που εφευρέθηκε γιατί οι εφευρέσεις κάνουν καλό στην ελπίδα. Και στους ανθρώπους.
Την θυμήθηκα πάντως πριν από καιρό συζητώντας με μια φίλη. Με είχε ρωτήσει για το αν ήθελα να πραγματοποιήσω κάποια επιθυμία μου, απ αυτές που ανεβαίνουν στα σύννεφα της φαντασίας για να δουν από ψηλά την πραγματικότητα. Και τότε θυμήθηκα εκείνες τις μέρες του 1984.
Ήταν οι Ολυμπιακοί του Σεράγεβο. Είχα δει στην τηλεόραση μια οπτασία να γλυστρά στον πάγο. Έτρεχε, έκοβε τον πάγο με τα παγοπέδιλα και το κοινό με τα γκρίζα της μάτια. Γέλαγε, άφηνε μετέωρο το χαμόγελό της για να ολοκληρώσει τη φιγούρα της και μετά συνέχιζε να γελά με τη σιγουριά του νικητή.
Την επόμενη μέρα έκοψα την φωτογραφία της Καταρίνας Βιτ από την πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας και την κόλησα στον τοίχο. Ήμουνα σίγουρος πως όλη η υφήλιος ήταν το ίδιο ερωτευμένη με εμένα. Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου, πως εγώ θα ήμουν αυτός που κάποτε θα της το έλεγα. Και ήμουν σίγουρος πως θα γελάσει σε μένα , με τον ίδιο τρόπο που γελούσε γλιστρώντας με τα παγοπέδιλά της, πάνω απ τις επιθυμίες των αντρών του κόσμου.
Όταν είπα την ιστορία στη φίλη μου άρχισε να γελάει. "Έχεις μεγάλη φαντασία φίλε μου". Τότε της είπα την ιστορία με τον Άρμστρονγκ και τον Γκόρσκι.
"Κοίτα μην σου ευχηθώ εγώ κάποτε καλή τύχη" της απάντησα.
Δεν ξέρω αν με πίστεψε. Μάλλον όχι. Εγώ το εννοούσα. Και ήρθε η ώρα
ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΛΟΙΠΟΝ ΦΙΛΕΝΑΔΑ
(Για αυτούς που ξέχασαν αλλά και γι αυτούς που επιμένουν να θυμούνται η Καταρίνα-Κάρμεν το 1988 .)
Στη φωτό πάνω η Καταρίνα σήμερα
..........................................................................................................................................................................
Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΗΛΙΑ ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους. Απ αυτούς που έχουν δει το θαύμα. Ναι. Έχω δει τον Ηλία να βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα και να χαράζει πάνω του , κρυφά, σεμνά, το στίγμα. Σαν να παίζει πιάνο με τα πλήκτρα της ψυχής. Πρώτα της δικής του.
Έχω δει τον Μάνο να κάνει το ίδιο, σε μια χαρτοπετσέτα. Κι ύστερα να την διπλώνει και να την βάζει στην τσέπη. Σφιχτά. Μην φύγουν οι λέξεις. Μην δεν προλάβουν να γίνουν στίχοι.
Ο Ηλίας έφυγε.
Τι κάνει κανείς, όταν φεύγουν οι ποιητές;Επικήδειους; Τι κάνεις όταν πρέπει να βγάλεις δυο λέξεις και να τις βάλεις δίπλα στις δικές τους που κάποτε έκαναν ρίμα με την ψυχή σου και ομοιοκαταληξία με τον πόνο σου; Τι κάνεις;
Ο Ηλίας έφυγε. Την μορφή του την ξέρουν ελάχιστοι. Δεν βγήκε στις τηλεοράσεις. Δεν έγραψε τραγούδια για τις κυρίες με τα ψηλά πόδια που αστράφτουν όσο και οι χρυσοί δίσκοι τους.
Το τραγούδι του "ήθελα να μαι εισιτήριο" μια μεγάλη εταιρεία παραγωγής του το επέστρεψε ως ακατάλληλο . Ένα απ τα πιο ερωτικά τραγούδια. Σημείο των καιρών κι αυτό.Από τύχη βγήκε. Ή μάλλον εξαιτίας του Θαλασσινού. Είναι πραγματικά παράξενη εποχή να βρει το δίκιο του ένας στίχος. Και οι ποιητές πεθαίνουν. Τι κάνεις όταν πεθαίνουν οι ποιητές; Κλαις; Ή λες θέλω να τραγουδήσω κάτι.
Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008
ΚΑΙΡΟΣ ΑΣΤΑΤΟΣ
όταν μιλάς στον εαυτό σου;
Ποιος αποκρίνεται;
Αφού λείπεις.
"Θα βρέξει" λες, όταν φυσά μέσα σου.
Βροντά η σιωπή
μα εσύ δεν άστραψες ακόμη.
Εσύ το σύννεφο.Εσύ το δάκρυ.
Τα σημάδια εσύ.
Και τα σημεία των καιρών
Ποιά όχθη διάλεξες
και στέρεψε ο ποταμός;
Τι να ενώσει τώρα η γέφυρα;
Κι η βάρκα υπήρξε
ή το ναυάγιο μόνο;
Γη τίποτα δεν φύτρωσες
με χρώμα έρωτα
και υπομονή πλάτανου.
Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008
ΕΙΚΟΝΕΣ
Εδώ είμαι.Γι αυτούς που ανησύχησαν και μου γραψαν διάφορα. Τα δάχτυλά μου γεμάτα άμμο χτυπούν τα πλήκτρα. Αυτή την άμμο την ψιλή, την γεμάτη υποσχέσεις.Πρέπει να κόψω τα νύχια. Να μην χαλάσω το πληκτρολόγιο. Να μην το γεμίσω άμμο. Και υποσχέσεις. Δεν υπάρχει σέρβις για αναμνήσεις. Γι αυτό να θυμηθώ να κόψω τα νύχια. Να κόψω τα νύχια...
Δεν ήθελα να γράψω. Γιατί δεν είχα κάτι να πω. Νοιώθω.Μόνο νοιώθω. Όπως άλλοι βλέπουν μια καρτ ποστάλ. Και διακρίνουν θάλασσες, βουνά, ανθρώπους, μια γάτα σ ένα σοκάκι στη Σίφνο, ένα παιδί με μεγάλα μάτια στην Αλόνησο, εκείνο το μπλε στην Κεφαλονιά χωρίς αιτία.
Νοιώθω. Την αρμύρα,τη μυρωδιά που έχει ο γλυκάνισος μόλις ρίξεις δυο στάλες νερό στο ούζο, τη σκουριά κάτω απ την παλιά καρέκλα δίπλα στη θάλασσα, το ανατρίχιασμα στο δέρμα με την υπόσχεση ενός κάποιου έρωτα. Γι αυτό δεν γράφω. Γι αυτό δεν έγραφα.
Και ξαφνικά είδα το σχόλιο της φίλης μου που αποκαλείται "το κέρας της Αμάλθειας" http://amal8eia.blogspot.com/. Κέρατο βερνικωμένο. Μου άφησε το τραγουδάκι "της αγάπης την ουσία την μετρώ στην απουσία". Όχι δεν με συγκλόνισε το τραγούδι. Δεν μετρώ απουσίες. Ούτε αγάπες.
Με συγκλονισε το βίντεο. Οι εικόνες. Οι ξεχασμένες. Οι δικές μου. Ο Μπομπ Ντύλαν, Οι Pink Floyd o κομαντάντε Τσε, ο κομαντάντε Μάρκος, εκείνο το απορυπαντικό Jet στη γωνιά στο ράφι με τους θαυματουργούς κόκους που έκανε κομμάτια τα χέρια της μάνας μου. Ο Χριστός σταυρωμένος πια με τις σακούλες του Βερσάτσε και η μικρή φλεγόμενη από τις ναπάλμ στο Βιετνάμ στην αγκαλιά του Μίκυ και του κλόουν των Μακ Ντόναλτς. Το σύνθημα στον τοίχο "έρωτας και επανάσταση". Και εκείνο το ποδήλατο. Εκείνο το ποδήλατο με τα σύμβολά του.
Το Τείχος, ο τοίχος και καμιά φορά ο ήχος από μέσα μου. Άλλωτε γέλιο και άλλωτε βογγητό.
Α ρε Αμάλθεια το κέρατό σου μέσα. Καλοκαιριάτικα.
Αυτά μη χαλάσουμε και το πληκτρολόγιο...Και μη σπαταλάμε και την άμμο.
Κυριακή 6 Ιουλίου 2008
ΕΚΠΤΩΤΟΙ
Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008
ΚΑΙ ΣΥΓΝΩΜΗ
Ήταν πριν από 11 χρόνια ακριβώς. Άνοιξε τα μάτια της. Και είδα μέσα τους τον κόσμο. Μόνο που τον φανταζόμουν πιο ήμερο. Άνοιξε τα μάτια της, αυτά τα θολά ματάκια που παλεύουν με τις εικόνες απ τους δυό κόσμους, και θόλωσαν τα δικά μου. Ακόμα θολώνουν, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια. Μόνο να μην βλέπω θολά τα πράγματα.
Βγήκα στο ζεστό καλοκαιρινό βράδυ ιδρωμένος. Χαρούμενος. Μπερδεμένος. Η ζωή άνοιγε λογαριασμούς. Εγώ έκλεινα.
"Ξέρεις θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι;"
"Τι πράγμα;"
"Αγαπάω κι άλλη γυναίκα"
Σιωπή που πελεκούσε σπλάχνα. Γέλασα.
"Από σήμερα αγαπώ και την κόρη μου"
Γέλασε κι αυτή. Όπως γελά.
Χρόνια πολλά κορίτσι μου. Και συγνώμη...