Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

ΚΑΙ ΣΥΓΝΩΜΗ


Πότε μεγάλωσαν; Σαν μεγάλες πόρτες που μ έκλεισαν απέξω. Και ψάχνω την κλειδαρότρυπα για να δω κάτι απ τη ζωή τους; Πότε μεγάλωσαν; Και ρωτάνε "γιατί ρε μπαμπά δεν μας εμπιστεύεσαι". Πότε μεγάλωσαν και φάνηκα τόσο μικρός και λίγος.
Ήταν πριν από 11 χρόνια ακριβώς. Άνοιξε τα μάτια της. Και είδα μέσα τους τον κόσμο. Μόνο που τον φανταζόμουν πιο ήμερο. Άνοιξε τα μάτια της, αυτά τα θολά ματάκια που παλεύουν με τις εικόνες απ τους δυό κόσμους, και θόλωσαν τα δικά μου. Ακόμα θολώνουν, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια. Μόνο να μην βλέπω θολά τα πράγματα.
Βγήκα στο ζεστό καλοκαιρινό βράδυ ιδρωμένος. Χαρούμενος. Μπερδεμένος. Η ζωή άνοιγε λογαριασμούς. Εγώ έκλεινα.

"Ξέρεις θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι;"

"Τι πράγμα;"

"Αγαπάω κι άλλη γυναίκα"

Σιωπή που πελεκούσε σπλάχνα. Γέλασα.

"Από σήμερα αγαπώ και την κόρη μου"

Γέλασε κι αυτή. Όπως γελά.

Χρόνια πολλά κορίτσι μου. Και συγνώμη...

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΑΚΙΡΗΣ


Ήταν γύρω στα 16. Όχι κλειστά. Εκείνη δυό χρόνια μεγαλύτερη. Ήταν ένας έρωτας που μύριζε τσίχλα ADAMS δυόσμου,κολώνια ΜΥΡΤΩ και φόβο. Μην τους δουν. Μην τους καταλάβουν. Στο καμαρίνι ενός παλιού αγροτικού. Αγχωμένος έρωτας. Άβολος. Δεν ήξερε, φοβόταν, ήταν και το χειρόφρενο. Το δίχως άλλο το χειρόφρενο έφταιγε.

Εκείνη άναψε τσιγάρο μόλις έσβησε τη δική της φλόγα. Πήρε την παλάμη του και την έβαλε πάνω στο στήθος της

"Βλέπεις δεν ταιριάζουμε. Μια γυναίκα και ένας άντρας ταιριάζουν αν το στήθος της χωράει ακριβώς στην παλάμη του" .

Ναι δεν ταίριαζαν. Έφταιγε και το χειρόφρενο που εμπόδιζε. Και σίγουρα το φρένο που δεν έβαλε από τότε στον έρωτα.

Από εκείνους τους εφηβικούς έρωτες δεν έμεινε τίποτα. Μόνο η μέτρηση. Η παλάμη του είχε γίνει ένα ερωτικό μετρικό σύστημα. Η παλάμη άνοιγε και απλωνόταν στο γυναικείο στήθος Μέτραγε σαν το γοβάκι της σταχτοπούτας. Ταιριάζει; Καμιά δεν ταίριαζε. Φρόντιζε να μην ταιριάζει. Όλο κάτι περίσσευε,κάτι δεν έφτανε.

Σε εκείνο το ξενοδοχείο δεν μύριζε ούτε φόβος, ούτε κολώνιες,ούτε ενοχές. Μύριζε υποσχέσεις ανθρώπων και προσμονή αγριμιών. Εκείνη άναψε τσιγάρο. Αυτός άπλωσε την παλάμη στο στήθος της. Να μετρήσει την σταχτοπούτα του.

"Κοίτα ταιριάζουμε. Το στήθος σου χωράει ακριβώς στην παλάμη μου. Είναι ένδειξη λένε αυτό"

Εκείνη γέλασε. "Βρε χαζό δεν ισχύει αυτό. Τα κορμιά ξέρουν. Κοίτα τα κορμιά μας. Η κάθε καμπύλη σου είναι φτιαγμένη για να ταιριάζει στη δική μου. Δες το. Τα κορμιά ξέρουν"

Εφάρμοζε τις καμπύλες της πάνω στο κορμί του. Πλήρης εφαρμογή. Τα κορμιά ξέρουν.Μόνο αυτός δεν ήξερε.

Κοίταξε την ανοιχτή παλάμη του. Τις γραμμές, τους ρόζους. Πολύ σκληρό για γοβάκι σταχτοπούτας. Άλλωστε τα κορμιά είναι αυτά που ξέρουν.

Όλα τα κορμιά έχουν καμπύλες. Μόνο το δικό του έχει γωνίες. Λεπίδια

Λες να υπάρχει γυναίκα φακίρης;


Παρασκευή 20 Ιουνίου 2008

ΛΥΚΟΣ


Την ένοιωσε, δεν την είδε. Πρώτα την ένοιωσε. Όπως ο λύκος το θήραμα. Πλησίασε με τον αέρα που υπόσχεται θύελλες. Την μύρισε. Αυτή τη μυρωδιά κάτω απ το άρωμα. Η βασανιστική ισορροπία που παίζει με την μικρή φλέβα στο λαιμό. Άρωμα, γυναίκα. Γυναίκα άρωμα.Γυναίκα. Κι αυτός λύκος.

"Γειά σου είμαι η Κατερίνα. Από δω ο Γιάννος"

Γύρισε και την είδε. Αυτή ήταν η Κατερίνα. Και αυτός κάποιος. Κάποιος που τη συνόδευε. Αυτή ήταν λοιπόν η Κατερίνα. Γνωστή ηθοποιός. Με τον αέρα της. Παιδί κάποιας παλιάς θύελλας. Μάνα κάποιας καινούριας.

Έλαμπε. Σταύρωσε τα τεράστια πόδια της και πάνω της σταυρώθηκαν τα βλέματα του κόσμου. Άπλωσε τα χέρια της σαν υπόσχεση και σε λίγο το γέλιο της. Γέλαγε. Μισόκλεινε τα μάτια και γέλαγε. Δυό μικρές ρυτίδες εμφανίζονταν σε κάθε μάτι. Ήταν σίγουρος πως αγνοούσε την ομορφιά τους. Τη φοβόταν. Πόσο όμορφη ήταν.

Χάθηκε μέσα στην κουβέντα της μεγάλης παρέας και ύστερα αναδύθηκε. Με τα μαύρα της μαλλιά, με το γέλιο της, με το κλάμα της. Ναι το κλάμα της. Κανένας δεν τον καταλάβαινε. Μόνο αυτός. Ο λύκος.

Γύρισε τα μάτια του και είδε τον Γιάννο. Αρκετά μικρότερος. Δεν ήξερε τι σημαίνει θύελλα. Τι θα πει ναυάγιο. Πώς κοιτάει ο λύκος. Ο Γιάννος ασχολιόταν "με πέτρες". Εννοούσε με διαμάντια και η φράση ήταν το ακρότατο σύνορο του χιούμορ του. Η Κατερίνα γέλαγε με το κλάμα της. Διαχεόταν, διέκοπτε, πρωταγωνιστούσε. Παντού. Με τον αέρα αυτού που κυριαρχεί, με τη μπόρα αυτού που φοβάται.

"Σ αρέσει το κρασί" τη ρώτησε

"Πολύ" του απάντησε

"Αυτό φταίει;"

"Όχι"

Την ήξερε. Ήξερε τι θα του απαντούσε. Ήξερε τι έπρεπε να τη ρωτήσει. Της το είπε.

"Σε ξέρω. Ξέρω πώς τρως, πώς κάνεις έρωτα. Ξέρω πως θες να σε ταίσω με τα δάχτυλα, ξέρω πως θες να ταράξω την κατασκευασμένη ηρεμία σου, ξέρω πως προτιμάς τη θύελλα που μπορώ να εξαπολύσω απ αυτή που μπορεί να ξεσπάσει μέσα σου".

Χαμογέλασε. "Το νοιώθω αυτό που λες" του απάντησε, "μήπως φταίει η ομοιότητα που λένε όλοι πως έχω με την πρώην σου"

Γέλασε αυτός. "Φταίει η ομοιότητα που έχεις με όλες τις γυναίκες που θέλουν να γίνουν άλλες αλλά δεν αντέχουν ούτε αυτό που είναι ούτε την αλλαγή"

Ήπιε μια γρήγορη γουλιά από το ποτήρι της και κοίταξε λοξά προς τη μεριά του Γιάννου.

"Θέλεις να βρεθούμε να τα πούμε, με ενδιαφέρει η άποψή σου" του είπε

"Όχι, γιατί είσαι αλογάκι της Παναγίας"

"Τι;"

"Τρως αυτόν που ερωτεύεσαι γιατί δεν τον αντέχεις. Δεν αντέχεις την απαίτηση που έχει η ίδια η επιλογή σου. Θες να υπάρχεις χωρίς κόστος και αυτό είναι το κόστος σου. Μοναξιά λέγεται. Με θόρυβο.Γι αυτό διάλεξες τον "πετρά". Είσαι αυτοκαταστροφική"

Τα μάτια της γυάλισαν. Πίστεψε πως θα κλάψει. Γύρισε όμως στην παρέα και άρχισε να γελά χωρίς λόγο. Έκανε και αυτός το ίδιο. Σαν λύκος γύρισε αργά το κεφάλι προς τον Γιάννο και τον ρώτησε:

"Εσύ που ασχολείσαι με διαμάντια έχεις δει τι χρώμα έχει το διαμάντι όταν το βγάζει ο "ντιγκαμαν" από τις λάσπες στη Σιέρα Λεόνε"

"Βέβαια από διάφανο ως μαύρο"

"Όχι φίλε μου"

"Αφού έχω δει"

"Έχει το χρώμα απ το θολό βλέμα της μοναξιάς. Της μοναξιάς μιας γυναίκας ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους"

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

ΑΛΜΑ


Δένει τα κορδόνια. Κοιτάει τον πήχη.Ξέρει.

Το άλμα είναι κάτι που δεν σε κάνει να σέρνεσαι. Και να ντρέπεσαι

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ


Η στιγμή. Αυτή η στιγμή που σε τσιμπά σαν το κεντρί της μέλισσας. Και ξυπνάς. Σήκωσε το φλυτζάνι με τον καφέ και ήπιε. Πόσα χρόνια είχε να πιεί έτσι καφέ. Να τον μυρίσει. Γέλασε. Κάπου στην άκρη των χειλιών υπήρχαν δυό σταγόνες καφέ. Τις έγλειψε με απόλαυση. Η στιγμή. Που μυρίζεις, που νοιώθεις, που επανέρχεσαι. Που είσαι έτοιμος.

Πού είχε χαθεί; Γιατί είχε χαθεί; Λάτρευε το μυαλό του. Το εμπιστευόταν. Γιατί τον πρόδωσε; Ή μήπως το πρόδωσε αυτός;

Γιατί δέχθηκε να ανταλλάξει την πνευματικότητά του με έναν ανούσιο πόλεμο για το τίποτα; Γιατί αντικατέστησε τον προβληματισμό του με το πρόβλημα; Γιατί δεν το πέταξε από πάνω του; Κουράστηκε. Η μάχη για το αυτονόητο.Παραδόθηκε, γι αυτό. Γδαρμένος από τη βία του μικρού που παράγουν οι μικροί.

Γέλασε ξανά. Τι είναι οι άνθρωποι; Και πόσα δεν είναι;

Πέρασαν 11 χρόνια. Άλλαξε. Ήταν ένα παιδαρέλι που πίστευε πως μπορεί να τα καταφέρει όλα. Και έγινε ένας σαραντάρης που αναρωτιέται τι κατάφερε. Τι κατάφερε;

Πέρασε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του. Αυτάρεσκα. Στους κροτάφους έχει λίγες γκρίζες τρίχες. Νάρκισσε...

Τη θυμήθηκε ξαφνικά να τον ρωτά: "έτσι λοιπόν είμαι εγώ, αυτό που περιγράφεις;" Ο καθένας είναι αυτό που επιλέγει. Κι όταν περπατά δίπλα σου, κι όταν ξεμακρύνει.

Την έσβησε. Την έκλεισε σαν την τηλεόραση. Από σεβασμό περισσότερο. Για να μην την δει να καταρρέει. Ξέρει πως θα καταρρεύσει, όπως ακριβώς ήξερε όσα τις είχε πει. Μόλις ο θυμός της σβήσει, μόλις οι δικαιολογίες και τα άλλοθί της τελειώσουν θα καταρρεύσει. Μέσα στην εικονική της πραγματικότητα.

Την έσβησε για να μην το ζήσει. Να μην την δει να γίνεται δυστυχισμένη μέσα στην αναζήτηση μιας αόριστης ευτυχίας. Να μην τη δει να ξεπέφτει. Να αλλάζει τσάντες, ρολόγια και μετά άντρες ψάχνοντας αυτό που δεν μπορεί να βρει. Να μην τη βλέπει να τσακίζεται πάνω στις δικαιολογίες. Να πέφτει απ τα σύννεφα που έφτιαξε για να κρύβει την αλήθεια.

Την έσβησε. Για να έχει μια εικόνα για το μακρινό μέλλον. Απείραχτη.

Χάιδεψε το μάγουλό του. Φρεσκοξυρισμένο. Έντεκα χρόνια ξυριζόταν , πόζαρε στον καθρέφτη και σαν να έβλεπε αυτή μονολογούσε "γειά σου όμορφη, σ αγαπώ".

Γέλασε. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον καθρέφτη μέσα του. Πήρε ύφος, έγλειψε τα χείλια του και μονολόγησε :

"Γειά σου όμορφε. Σ αγαπώ.Επιτέλους σ αγαπώ"

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ


Το θέμα "γυναίκα" δεν επιδέχεται καμία απλούστευση.


Οι γυναίκες πάλι, πολλές...

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

ΣΕΙΣΜΟΣ


Και ήρθε η ώρα του σεισμού. Του σεισμού που σάρωσε και πάλι την ευπρέπεια και την αίσθηση ευθύνης. Μια χούφτα επιστήμονες. Ο κόσμος τους κοιτάει στα μάτια για να ακούσει τι θα πουν. Και αυτοί λύνουν διαφορές και βγάζουν απωθημένα. "Οι σεισμοί δεν προβλέπονται, η ομάδα ΒΑΝ δεν έχει κάνει καμιά πρόβλεψη"

Ένα από τα πιο σοβαρά επιστημονικά θέματα, με την ανοχή του κράτους που ουδέποτε ξεκαθάρισε τι ακριβώς γίνεται, γίνεται αντικείμενο σπέκουλας στα κανάλια.

Πριν από χρόνια ο Παναγιώτης Βαρώτσος, ένας ιδιόμορφος επιστήμονας, ανακοίνωσε πως με την ομάδα του είναι κοντά στην πρόβλεψη των σεισμών. Όταν οι μεγάλες μάζες στο εσωτερικό της γης πιέζονται πριν συνθλιβούν και δημιουργήσουν σεισμό, παράγουν ηλεκτρικά φορτία. Ρεύμα. Η ανίχνευση του ρεύματος μπορεί να οδηγήσει σε πρόβλεψη του σεισμού. Η ομάδα ΒΑΝ υποστηρίζει πως η παράλληλη μελέτη και άλλων προσεισμικών φαινομένων (συμπεριφορά σύννεφων, υπόγειων νερών, ζώων) μπορεί να δώσει στο μέλλον πρόβλεψη.

Δεν ξέρω αν ο έλληνας φυσικός έχει στα χέρια του τη δυνατότητα πρόβλεψης. Αν έχει πάρει μεγάλα κονδύλια για την έρευνά του. Αν δεν είναι όσο ακριβής υποστηρίζει. Καταλαβαίνω όμως πως πρόκειται για κάποιον ο οποίος κάνει έρευνα. Και επιχειρεί αυτό που ενδεχομένως φαίνεται ακατόρθωτο. Όπως έκαναν όλοι οι μεγάλοι επιστήμονες πριν τις ανακαλύψεις τους.

Απέναντί του βλέπω μια άνομοιόμορφη ομάδα καθηγητάδων να υποστηρίζουν με θρησκευτική ευλάβεια και αντιεπιστημονικά το "δεν". Οι σεισμοί δεν προβλέπονται και νυν και αεί.

Αν ήταν έτσι, ο άνθρωπος δεν θα πηγαινε στο φεγάρι, δεν θα ανακάλυπτε την πενικιλίνη, δεν θα επικοινωνούσε μέσω ίντερνετ. Η επιστημονική σκέψη, η έρευνα δεν παράγεται από τα "δεν" των καρεκλοκένταυρων. Από την μικροψυχία των μέτριων. Παράγεται από την αμφισβήτηση. Πόσο μάλλον, όταν όλοι αυτοί οι καθηγητάδες του "δεν", έχουν ανακοινώσει κατά καιρούς πως οι ίδιοι έχουν τη λύση της πρόβλεψης. Και μάλιστα πολλοί απ αυτούς κρυφά πουλάνε "προβλέψεις" σε δήμους και νομαρχίες.

Μακάρι να ήξερα τι ακριβώς έχει ανακαλύψει ο κύριος Βαρώτσος. Εγώ πάντως είμαι με το μέρος του Γαλιλαίου που επέμενε πως η γη γυρίζει. Η Ιερά Εξέταση με τρομάζει. Κι αυτή και τα "δεν" της

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ


Κακιά μέρα. Οι άνθρωποι μπορούν να πνιγούν μέσα σε αυτό που νοιώθουν. Να τους ξεβράσει το "γιατί" στην άκρη της ζωής. Μπορεί να τσακιστούν στα ίδια τα βράχια που κάποτε κάθισαν για να απολαύσουν τη ζωή. Κακιά μέρα.

Σιωπή. Άκουγα το μέταλλο του αναπτήρα να γδέρνει την τσακμακόπετρα για λίγη φλόγα. Και μέσα μου όλα γδαρμένα. Χωρίς σπίθα. Άπλωσα το χέρι να κλείσω τα τηλέφωνα. Να μην χτυπήσουν. Να μη με βρούνε. Να μη με ρωτήσουν.
Πριν προλάβω να το κλείσω χτύπησε. Απάντησα.

"Έίμαι ο Στέφανος έλα τώρα απ το σπίτι"

"Δεν μπορώ ρε φίλε, δε γίνεται ίσως αύριο"

"Τώρα υπάρχει λόγος"

Πήγα. Με γδαρμένο το μέσα μου, με τελειωμένο τον αναπτήρα, χωρίς φλόγα, χωρίς. Απλώς χωρίς. Άνοιξε την πόρτα και μπήκα. Ο Στέφανος ντυμένος στα άσπρα έσυρε το σκαμπώ ως το πιάνο.


"Από δω η Σόνια"

"Ναι σε ξέρω"

"Σώπα και άκου"


Στο μπαλκόνι μου μύρισε η γαρδένια. Ο Στέφανος στα άσπρα χάθηκε μέσα στις μουσικές και το μαύρο του πιάνο . Και η Σόνια με το έντονο κοκκινάδι στα χείλια άρχισε να παίρνει εκείνο το στήσιμο της ντίβας. Σαν να ήταν όχι στην Κυψέλη αλλά στη Σκάλα του Μιλάνο ή στην Όπερα της Βιέννης. Σαν να ετοιμαζόταν να της απονείμουν πάλι το βραβείο Μαρία Κάλας.

Η μουσική απ το πιάνο ξεχύθηκε. Ήρεμα και μετά κυριαρχικά. Κάτι μου θύμιζε αλλά τι;

Και τότε η ντίβα άνοιξε τα χείλια με το κοκκινάδι κι όλα έγιναν μια φωνή. Από κάπου έβγαινε που δεν καταλάβαινα. Αλλά χτυπούσε πάνω μου. Καταπάνω μου. Ρεύμα. Ήταν τα λόγια, που τα χάιδευε τέτοια φωνή. Γνωστά λόγια


Απ τη Σμύρνη ως τη Βαγδάτη

μπερδεμένοι οι καιροί

πνίγηκαν μες τον Ευφράτη

του Παράδεισου τα Ουρί

Ένας γέρος στη Νατζάφη

ξύνει δυο παλιές πληγές

και ματώνουν της ζωής του

έρωτες και συμφορές


Παραμύθι του καιρού μου

ποιό το τέλος ποια η αρχή

κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

δως της Θέ μου αντοχή


Ο Στέφανος στα άσπρα έχει χαθεί στο μαύρο πιάνο του, η Σόνια έχει γονατίσει στο πάτωμα και στέλνει στον ουρανό τη φωνή της και εγώ έχω γονατίσει μέσα μου και κλαίω.

Δεν ξέρω τι συμβαίνει. Πώς γίνονται τόσα κακά και καλά σε μια μέρα. Πόσο όμορφο είναι ένα τραγούδι. Πόσο βλάκας μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος;


"Σ άρεσε;"

"Μ άρεσε" μόνο αυτό κατάφερα να πω

"Θα το τραγουδήσω στην Όπερα είναι το τραγούδι μου. Μπορώ να ζήσω με αυτό. Μεγάλο ποίημα. Όπως και τα άλλα. Θα τα τραγουδήσω όλα"


Πόσο αμήχανος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος; Και πόσα να καταλάβει σε μια μέρα. Η ζωή είναι εκεί έξω. Στην κάθε μας μέρα. Αλλά δεν μπορούν να τη ζήσουν όλοι. Γιατί δεν φτάνει να της ανάβεις κεριά. Πρέπει να μπορείς εσύ να κάνεις το θαύμα...